Τελικά, τα μνημεία ανήκουν σε όλους;
Parallaximag.gr, 13.02.2013
Της Δέσποινας Κουτσούμπα
Το σημείωμα αυτό γράφεται με αφορμή τη χτεσινή συνέντευξη τύπου της ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ, την πρώτη δημόσια τοποθέτηση της εταιρείας για το μείζον ζήτημα που έχει ανακύψει σχετικά με την τύχη της μέσης οδού ή λεωφόρου της βυζαντινής Θεσσαλονίκης, που βρέθηκε κάτω από την σύγχρονη Εγνατία, στην περιοχή του σταθμού Βενιζέλου.
Η παρουσίαση των δεδομένων και της θέσης της ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ θα μπορούσε να είναι ένα μεγάλο βήμα στον δημόσιο διάλογο για την τύχη των αρχαιοτήτων, που επιτέλους ξεκίνησε. Μαζί με τη συζήτηση την περασμένη Δευτέρα στο Δημοτικό Συμβούλιο, αλλά και τη δημοσιοποίηση του θέματος τις τελευταίες εβδομάδες.
Θα μπορούσε! Δυστυχώς, όμως, χρησιμοποιήθηκε όχι για να ανιχνεύσει λύσεις ή συνθέσεις, αλλά για να κηρύξει έναν ιδιότυπο πόλεμο εναντίον των αρχαιολόγων και του Συλλόγου τους που τόλμησαν να αναδείξουν ένα «ανύπαρκτο θέμα». Το «ανύπαρκτο θέμα» είναι η προστασία των αρχαιοτήτων, την οποία έχουμε ορκιστεί να υπηρετούμε… Δυσκολεύομαι να κατανοήσω την άποψη που εκφράζουν οι ομιλούντες για το ποια είναι η δημόσια αποστολή του αρχαιολόγου που υπηρετεί στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Αλλά ας το αφήσουμε αυτό στην άκρη, μαζί με τις απρεπείς (σε ήθος και ύφος) εκφράσεις, υπενθυμίζοντας σε όσους τις εκστόμισαν ότι η απώλεια της ψυχραιμίας αποτελεί συνήθως ένδειξη ένδειας επιχειρημάτων.
Αυτός ο ιδιότυπος «πόλεμος» διαθέτει πολλές από τις τακτικές του πραγματικού πολέμου.
Τη διασπορά του φόβου: οι δεκαέξι (16) από τις δεκαεπτά (17) σελίδες της παρουσίασης της ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ χρησιμοποιούνται για να προδιαγράψουν με κάθε λεπτομέρεια τα «δεινά» που θα υποστεί η πόλη από την ενδεχόμενη κατάργηση του σταθμού Βενιζέλου: καταγγελία της σύμβασης και αποχώρηση του αναδόχου, δικαστικές διαμάχες, γκρέμισμα πολυκατοικιών, νέες ανασκαφές. Μια πραγματική ομοβροντία τρόμου -λες και δεν έχει βιώσει ήδη αρκετό τρόμο η Θεσσαλονίκη από την ως τώρα εξέλιξη του έργου και τα χρονοδιαγράμματα που συνεχώς μετατίθενται. Μόνο που όλα αυτά αναφέρονται στην κατάργηση του σταθμού, ένα ενδεχόμενο που ουδέποτε προτάθηκε από τον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων. Η θέση μας ήταν και είναι ξεκάθαρη: να αναζητηθεί τεχνική λύση για να αναδειχθεί το εύρημα κατά χώραν ως επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος εντός του σταθμού του ΜΕΤΡΟ. Ο «δρόμος κάτω από τον δρόμο» μπορεί να αποτελέσει μοναδικό παράδειγμα διατήρησης της διαχρονίας της πόλης και πόλο έλξης επισκεπτών στη Θεσσαλονίκη.
Την παραπλάνηση: Η εταιρεία επικαλείται την περιπέτεια του σταθμού «Κεραμεικός» του Μετρό της Αθήνας, η αλλαγή θέσης του οποίου κόστισε 150 εκ. ευρώ επιπλέον. Καλό θα ήταν όμως να πιάναμε την ιστορία από την αρχή. Γιατί οι αρχαιολόγοι είχαν προειδοποιήσει από πολύ νωρίτερα ότι η διέλευση της σήραγγας κάτω από το αρχαίο νεκροταφείο του Κεραμεικού ήταν ένα μεγάλο λάθος, όμως το Υπουργείο Πολιτισμού και η Αττικό Μετρό επέμεναν να την προχωρήσουν. Όταν τελικά αναγκάστηκαν να αλλάξουν και την χάραξη και τον σταθμό, είχαν ήδη φορτώσει το έργο με 150 εκ. ευρώ επιπλέον και 3 χρόνια καθυστέρησης ακόμη. Και πάλι όμως, στην περίπτωση του σταθμού Βενιζέλου δεν τίθεται θέμα ούτε μετακίνησης του σταθμού ούτε αλλαγής στη χάραξη –οπότε σε τι εξυπηρετεί το επιχείρημα;
Τη σύγχυση στις τάξεις του «αντιπάλου»: Οι αρχαιολόγοι άνοιξαν το θέμα εκ των υστέρων, ενώ είχε ήδη αποφασίσει ομόφωνα το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, στο οποίο εκπροσωπείται ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων (συνοπτική απόδοση). Ευπρόσδεκτη η αναγνώριση από τον κο Σιμόπουλο του πάγιου αιτήματός μας να συμμετέχει ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων στο ΚΑΣ με εκπρόσωπό του εκλεγμένο για τον σκοπό αυτό με καθολική ψηφοφορία –η πλήρης πρότασή μας είναι τα μέλη του ΚΑΣ να ορίζονται ex officio, με έντονη παρουσία υπηρεσιακών παραγόντων, και να εκλέγονται από τους φορείς τους (λ.χ. εκπρόσωπος ΑΕΙ, αρχαιολόγων, συντηρητών, ΤΕΕ, Τοπικής Αυτοδιοίκησης κ.λπ.) αλλά και να προεδρεύει ανώτατος δικαστικός, ώστε το ΚΑΣ να καταστεί πραγματικά ανεξάρτητο όργανο αποφασιστικού χαρακτήρα. Δυστυχώς, όμως, το αίτημα δεν έχει ακόμη ικανοποιηθεί. Ως εκ τούτου, ο Σύλλογος δεν «εκπροσωπείται» στο ΚΑΣ, παρότι κάποια μέλη του ΚΑΣ αποτελούν και μέλη του Συλλόγου, ακόμη και του ΔΣ. Μια ματιά δε στις εφημερίδες της επόμενης μέρας είναι αρκετή για να πληροφορηθεί κανείς αν υπήρξαν ενστάσεις εντός του ΚΑΣ και ποια επιχειρήματα χρησιμοποιήθηκαν για να καμφθούν. Προφανώς και το θέμα της κατά χώραν ανάδειξης δεν άνοιξε «εκ των υστέρων», όπως πολύ καλά γνωρίζει η Αττικό Μετρό που είχε στη διάθεσή της από πριν την εισήγηση της 9ης ΕΒΑ, αλλά και παρέστη στην εν λόγω συνεδρίαση του ΚΑΣ.
Την υποτίμηση: Όταν θέλουμε να εξαφανίσουμε κάποιον, του αφαιρούμε το όνομα. Η ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ μιλά για κάποιες «αρχαιότητες» της Θεσσαλονίκης… Όμως οι αρχαιότητες αυτές έχουν ταυτότητα, όνομα, θέση και χρονολόγηση. Πρόκειται για τη μέση οδό ή λεωφόρο των Βυζαντινών, πρόκειται για το κέντρο της κοσμικής Θεσσαλονίκης, της δεύτερης πόλης της βυζαντινής αυτοκρατορίας, στη μνημειακή διαμόρφωση του 6ου αιώνα. Και ως τέτοιο, δεν μεταφέρεται. Είναι το κέντρο της αγοράς που, όπως περιγράφει ο Ιωάννης Καμινιάτης, ήταν τόσα τα πλήθη που τη διέσχιζαν, ώστε ήταν ευκολότερο να μετρήσεις τους κόκκους της άμμου παρά τους ανθρώπους που βρίσκονταν εκεί. Είναι ο δρόμος που διέσχιζαν οι έμποροι που έφταναν στη Θεσσαλονίκη από όλο τον τότε γνωστό κόσμο: Έλληνες, Βούλγαροι, Ρώσοι, Ούγγροι, Ιταλοί, Ισπανοί, Πορτογάλοι, Γαλάτες, Σύριοι, Αιγύπτιοι. Περασμένα μεγαλεία ή ίσως μια ζωντανή ιστορία που δείχνει τον παλμό και τις ανεξάντλητες δυνατότητες της πόλης και σήμερα; Την επίκληση της υπέρτερης δύναμης: Παράθεση τεχνικών στοιχείων (αποκρυπτικών, ώστε να μην μπορούν ούτε να επαληθευτούν ούτε να διαψευστούν), επιπτώσεων, οικονομικών δεικτών για να αποδειχθεί το ανέφικτο της όποιας αλλαγής. Κι όμως, η ίδια η ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ μας πληροφορεί στην ιστοσελίδα της: «Η κατασκευή του Μετρό της Θεσσαλονίκης θα ενσωματώνει τα πλέον σύγχρονα τεχνολογικά δεδομένα και τις πιο απαιτητικές προδιαγραφές ποιότητας και λειτουργικότητας, με αποτέλεσμα να είναι όχι μόνο καλύτερο από το Μετρό της Αθήνας, αλλά το πιο σύγχρονο Μετρό στην Ευρώπη». Τα πιο σύγχρονα τεχνολογικά και τεχνικά δεδομένα δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με την απαιτούμενη αλλαγή σε ένα επίπεδο (από τα τέσσερα) σε έναν (1) και μόνο σταθμό, προκειμένου να διατηρηθεί ορατή η μέση οδός; Μήπως αδικούνται οι τεχνικές δυνατότητες του ίδιου του έργου, τελικά;
Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο: αν ισχύει (όπως γράφτηκε) ότι, σύμφωνα με την Αττικό Μετρό, το κόστος μεταφοράς των αρχαιοτήτων από τον σταθμό Βενιζέλου ανέρχεται στα 500.000 ευρώ (περίεργο, όταν για πολύ μικρότερης έκτασης μεμονωμένα μνημεία έχουν απαιτηθεί ποσά έως και 370.000 ευρώ), γιατί δεν αναφέρονται στο κόστος επανατοποθέτησης και ανάδειξής τους στο στρατόπεδο Παύλου Μελά; Μήπως γιατί το κόστος αυτό τελικά δεν θα το επωμιστεί η Κοινοπραξία, καθώς όπως πληροφορηθήκαμε στην ίδια συνέντευξη τύπου «είναι στα όριά της»; Αν λοιπόν πρόκειται να βρεθούν από άλλη πηγή χρηματοδότησης τα κονδύλια για τη δημιουργία «αρχαιολογικού πάρκου» στο στρατόπεδο, γιατί τα ίδια κονδύλια δεν μπορούν να διατεθούν στην επί τόπου ανάδειξη; Άλλωστε, κατά μια απίστευτη σύμπτωση, το βάθος των αρχαιοτήτων φαίνεται να συμπίπτει ακριβώς με το πρώτο επίπεδο του σταθμού (το επίπεδο των εκδοτηρίων), ενώ κατά μια ευτυχή συγκυρία ο δημόσιος χώρος γύρω από το Αλκαζάρ και το Μπεζεστένι παρέχει δυνατότητες ανασχεδιασμού των κλιμάκων πρόσβασης στο 2ο επίπεδο του σταθμού.
Ας αφήσουμε κατά μέρος τις πολεμικές ιαχές, λοιπόν, μιας και μπορεί να γίνει πολύ πιο ουσιαστική συζήτηση. Μόνο θα σας ζητήσουμε πρώτα να αναρωτηθείτε: ποιος είναι τελικά ο «εχθρός» εναντίον του οποίου ετοιμαστήκατε να πάρετε «τα άρματα»; Οι αρχαιολόγοι; Οι αρχαιότητες; Η πόλη; Μήπως κοινός μας εχθρός είναι οι αντιλήψεις του παρελθόντος; Και εξηγούμαι.
Παρωχημένη είναι η αντίληψη που θέλει τα αρχαιολογικά ευρήματα να βρίσκονται αποκλειστικά πίσω από κάγκελα ή πίσω από προθήκες. Αυτό που σήμερα απασχολεί τους επιστήμονες διεθνώς είναι το πώς τα αρχαιολογικά ευρήματα μπορούν να είναι κοντά στον αποδέκτη τους, να ενσωματώνονται στην καθημερινή εμπειρία, να αποτελούν πραγματικό βίωμα για τους επισκέπτες τους -ακόμη και τους ακούσιους. Γι’ αυτό και η Guardian κατέταξε το Μετρό της Αθήνας στα έξι καλύτερα Μετρό του κόσμου, αποκλειστικά στηριζόμενη στη μοναδικότητα της έκθεσης της αρχαίας στρωματογραφίας, των ευρημάτων και κάποιων αρχαίων κατασκευών εντός των σταθμών.
Παρωχημένη είναι η αντίληψη που αντιπαραθέτει τις αρχαιότητες και την ανάπτυξη, που αντιμετωπίζει την ύπαρξη αρχαιοτήτων στα δημόσια έργα ως «εμπόδιο» ή «ταφόπλακα» (sic!), αντί να αντιμετωπίζει τη συνύπαρξη των ανθρώπινων έργων διαφορετικών ιστορικών περιόδων ως πρόκληση για πρωτότυπες (και μοναδικές) αρχιτεκτονικές και αρχαιολογικές λύσεις, που δημιουργούν νέα οπτική για τον δημόσιο χώρο. Το παράδειγμα της θεμελίωσης του Μουσείου της Ακρόπολης πάνω στις αρχαιότητες του οικοπέδου Μακρυγιάννη, δείχνει πώς ένα φαινομενικό «μειονέκτημα» σε ένα δημόσιο έργο μπορεί να μετατραπεί σε συγκριτικό πλεονέκτημα για μια πόλη.
Παρωχημένη είναι η αντίληψη που χωρίζει το «συγκοινωνιακό» και το «αρχαιολογικό» έργο. Πρόκειται για ένα, ενιαίο δημόσιο έργο, που πραγματοποιείται με χρήματα των φορολογούμενων πολιτών για να προσφέρει δημόσια αγαθά. Δημόσιο αγαθό είναι η συγκοινωνία, δημόσιο αγαθό είναι και ο πολιτισμός. Κι αν για το συγκοινωνιακό έργο δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ακριβώς πότε θα αποδοθεί στους πολίτες, για το πολιτιστικό αγαθό είμαστε σε θέση να ξέρουμε ότι μπορεί από αύριο κιόλας να φέρει ευεργετικά αποτελέσματα στην πόλη. Το παράδειγμα της Κωνσταντινούπολης, που βρίσκεται στο επίκεντρο της διεθνούς συζήτησης (αυξάνοντας τον τουρισμό της) και με αφορμή τις αρχαιότητες που ήρθαν στο φως κατά την κατασκευή του Μετρό, είναι πολύ κοντινό.
Τα μνημεία ανήκουν σε όλους… Όπως και τα δημόσια έργα. Άρα και η συζήτηση για τη διαχείρισή τους είναι μια συζήτηση που οφείλει να γίνεται δημόσια. Με τα θετικά και τα αρνητικά, με τα κόστη και τα οφέλη. Στην περίπτωση του σταθμού Βενιζέλου, αυτό το έχουμε ήδη κερδίσει: οι πολίτες σιγά σιγά μαθαίνουν, το Δημοτικό Συμβούλιο θα διαμορφώσει τη δική του θέση για την ιστορία της πόλης και τη διαχείριση των υλικών αποτυπωμάτων της, οι αρχαιολόγοι έχουν ανοίξει μια συζήτηση που αφορμάται από το παρελθόν της πόλης, όμως στην πραγματικότητα απευθύνεται στο μέλλον της. Ο μόνος που επιλέγει ακόμη το μονόλογο φαίνεται να είναι η Αττικό Μετρό…
Σας πληροφορούμε λοιπόν ότι σε αυτή τη συζήτηση έχουμε πολλά να συνεισφέρουμε, αν κάτσουμε στο ίδιο τραπέζι ψάχνοντας για λύσεις. Θα περιμέναμε, λοιπόν, αντί να μας εγκαλείτε, να μας καλέσετε.
ΥΓ. Στο βιβλίο του Β. Πετράκου «Τα αρχαία της Ελλάδος κατά τον πόλεμο 1940-1944» (Αθήνα 1994) υπάρχει μια αποστροφή που, με διάφορες αφορμές, επανέρχεται στο μυαλό μου συνεχώς τα τελευταία δύο χρόνια. Μιλά για το χειμώνα του 1941. Στην Ολυμπία, μόλις είχαν παραδοθεί «υποδείξει του ρηθέντος Διευθυντού των ανασκαφών» στον Emil Kunze «προς μελέτην» πλήθος αρχαίων. «Εκείνους τους καιρούς, η πείνα θέριζε κυρίως τους κατοίκους της Αθήνας και του Πειραιά. Οι Έλληνες αρχαιολόγοι, όσοι ήσαν στην Αθήνα, περιφέρονταν με ένα δίχτυ, μέσα στο οποίο υπήρχε μόνο ένα κατσαρόλι για το συσσίτιο. Οι συνάδελφοί τους της Ολυμπίας μπορούσαν να προσφέρουν στην επιστήμη τις γνώσεις τους και τις ικανότητές τους και να αξιοποιήσουν τον νεκρό χρόνο της Κατοχής». Μιας και αναφερθήκαμε σε πολέμους, όσοι τους αφορούν οι παραπάνω κακουχίες θα καταλάβουν. Καθώς και όσοι έχουν επιλέξει να μην τους αφορούν…
*H Δέσποινα Κουτσούμπα είναι Πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων
**Η φωτογραφία είναι της Ελένης Βράκα