Πόλη και αρχαία
Το Βήμα, 22.12.2012
Του Μιχάλη Τιβέριου
Μια πρόσφατη εκδήλωση γνωστού αθηναϊκού εκδοτικού οίκου για τη Θεσσαλονίκη, στην οποία, εκτός των άλλων, συζητήθηκε και το θέμα των αρχαίων λειψάνων που έρχονται στο φως κατά τις εργασίες κατασκευής του μετρό της πόλης, δίνει το έναυσμα για το κείμενο αυτό. Η ανεύρεση αρχαιοτήτων κατά την κατασκευή κοινωφελών έργων είναι κάτι το σύνηθες στη χώρα μας. Ωστόσο, όταν τα έργα αυτά πραγματοποιούνται εντός μιας σύγχρονης πόλης και τα αρχαία, λόγω της σπουδαιότητάς τους, πρέπει να διατηρηθούν και να ενσωματωθούν στην καθημερινή ζωή της, για λόγους, ιστορικούς, θρησκευτικούς, οικονομικούς κ.ά., τότε ανακύπτουν πολύπλοκα ζητήματα τα οποία οι αρμόδιοι οφείλουν να επιλύσουν. Είναι ουτοπικό και συνήθως ανέφικτο να αρνούμαστε την κατασκευή ενός μεγάλου κοινωφελούς έργου προβάλλοντας τον κίνδυνο καταστροφής αρχαίων κατά τις εργασίες κατασκευής του. Η ζωή έχει συνέχεια και οι κοινωνίες διεκδικούν τον εκσυγχρονισμό του αστικού περιβάλλοντος, τον οποίο δεν μπορούμε να αρνούμαστε με ανεδαφικές και… ρομαντικές διαμαρτυρίες. Οι νόμοι της εξέλιξης ισχύουν σε κάθε εποχή, και φυσικά και στη δική μας, είτε το θέλουμε είτε όχι.
Ηταν αναμενόμενο ότι κατά την κατασκευή των σταθμών του μετρό Θεσσαλονίκης, μιας πόλης που σε όλη τη διάρκεια της παρουσίας της στο ιστορικό γίγνεσθαι είχε πρωταγωνιστικό ρόλο, θα έρχονταν στο φως αρχαιότητες. [Πρέπει να διευκρινισθεί ότι προβλήματα σχετικά με αρχαιότητες ανακύπτουν μόνο σε χώρους κατασκευής σταθμών του μετρό, καθώς οι σήραγγες των τρένων βρίσκονται βαθύτερα, κάτω από τα ανθρωπογενή στρώματα.] Πράγματι, οι εργασίες κατασκευής των σταθμών κατά μήκος τμήματος της οδού Μοναστηρίου και κυρίως της Εγνατίας οδού, η οποία αποτελεί, όπως επιβεβαίωσαν και οι πρόσφατες ανασκαφές, βασική οδική αρτηρία της πόλης από τις πρώτες περιόδους της ζωής της ως σήμερα, έφεραν το φως αρχαιότητες, όλων των ιστορικών περιόδων της. Για τα αρχαία αυτά είχε προαποφασιστεί ότι σε περίπτωση ξεχωριστής σημασίας τους θα μετακινούνταν σε άλλη θέση, αφού θα ήταν αδύνατη η οποιαδήποτε μετατόπιση της θέσης των σταθμών, όπως αδύνατη θα ήταν και η in situ διατήρησή τους, λόγω του υποχρεωτικά περιορισμένου χώρου των ίδιων των σταθμών. Οι αρχαιότητες ήσσονος σημασίας θα καταστρέφονταν. Ολα αυτά έπρεπε να είχαν κάνει ιδιαίτερα προσεκτικούς όσους αποφάσιζαν τη θέση των σταθμών στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Ηταν, κατά την άποψή μου, λάθος να κατασκευαστούν σταθμοί στις οδούς Βενιζέλου και Αγίας Σοφίας, σε δύο θέσεις που δεν απέχουν μεταξύ τους ούτε 500 μ., καθώς ήταν απολύτως βέβαιο ότι στα σημεία αυτά θα αποκαλύπτονταν αρχαιότητες. Αντί των δύο σταθμών έπρεπε να είχε σχεδιαστεί μόνον ένας, στην πλατεία Αριστοτέλους. Ετσι, από τα δυτικά προς τα ανατολικά, θα είχαμε, για όσους γνωρίζουν το ιστορικό κέντρο της πόλης, σταθμούς στην πλατεία Δημοκρατίας (στο Βαρδάρι), στην πλατεία Αριστοτέλους και στην πλατεία Συντριβανίου. Οι μεταξύ τους αποστάσεις, 900-1.000 μ., δεν είναι ασυνήθεις για σταθμούς μετρό. Ο περιορισμός του αριθμού των σταθμών δεν θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία του μετρό, θα μετρίαζε τα προβλήματα τα σχετικά με τις αρχαιότητες, θα συνέβαλλε στην εξοικονόμηση οικονομικών πόρων και ακόμη θα συντόμευε τον χρόνο ολοκλήρωσης του έργου, πράγμα που επίσης θα επέφερε οικονομικά οφέλη. [Μια και ο λόγος για το μετρό της Θεσσαλονίκης, σημειώνω ότι ο κύριος όγκος των αρχαιολογικών εδώ εργασιών βαίνει προς το τέλος του. Οι αρχαιότητες θα πάψουν να θεωρούνται… υπεύθυνες για τις καθυστερήσεις ολοκλήρωσης του κοινωφελούς αυτού έργου.]
Τα αρχαία ερείπια μιας πόλης αντιπροσωπεύουν το ορατό μέρος της ιστορίας της. Πόλη που καταστρέφει τα μνημεία της αρνείται την ιστορία της και δεν μπορεί να έχει μέλλον, αλλά υπάρχουν και άλλοι λόγοι που επιβάλλουν τη διατήρηση και προβολή τους, όπως έχουμε ήδη σημειώσει. Υπάρχουν ωστόσο και περιπτώσεις στις οποίες τα λείψανα του παρελθόντος μέσα στον αστικό χώρο φαίνεται να αποτελούν τροχοπέδη στη βελτίωση των συνθηκών ζωής των κατοίκων της. Ενα τέτοιο παράδειγμα μας το προσφέρει η ίδια η Θεσσαλονίκη. Είμαι βέβαιος ότι θα γινόμασταν δέκτες πολλών και αντικρουόμενων εισηγήσεων, διατυπωμένων και σε οξύ ύφος, αν είχαμε σήμερα να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της κατεδάφισης ή μη της θαλάσσιας οχύρωσης της πόλης. Την κατεδάφιση αυτή, ως γνωστόν, την επέβαλε από το 1869/70 η τότε τουρκική διοίκηση και, χωρίς αμφιβολία, από αυτήν προέκυψε πολλαπλή βελτίωση στην ποιότητα ζωής των κατοίκων, χωρίς βέβαια να παραβλέπουμε το γεγονός ότι εξαφανίστηκαν ιστορικά τεκμήρια που σε μια σύγχρονη κοινωνία θα είχαν διασωθεί.
Σε τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει, πάση θυσία, να επιδιώκεται συνύπαρξη των αρχαιοτήτων με το κοινωφελές έργο. Αυτό δεν είναι κάτι ανέφικτο. Αρκεί τα εμπλεκόμενα στα έργα αυτά πρόσωπα να είναι καταρτισμένα και να γνωρίζουν καλά το αντικείμενο της δουλειάς τους, να διαθέτουν θέληση και φαντασία, να έχουν συναίσθηση των δυσκολιών που πρόκειται να αντιμετωπίσουν και να είναι σε θέση να επιλέγουν τις καταλληλότερες κάθε φορά λύσεις· ακόμη είναι αναγκαίο να έχουν παιδεία και συνείδηση της σημασίας της διαφύλαξης της πολιτιστικής κληρονομιάς, να είναι πολίτες με ήθος, υπηρέτες των συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου και όχι μεμονωμένων ατόμων. Πάντα υπάρχουν λύσεις, που ακόμη και αν δεν αποτρέπουν καταστροφές αρχαιοτήτων, τις περιορίζουν και τις ελαχιστοποιούν. Με αυτό το πνεύμα θα έπρεπε να αντιμετωπιζόταν και το ζήτημα του παραθαλάσσιου τείχους, αν αυτό ανέκυπτε στις μέρες μας.
Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ακαδημαϊκός.