Σολομώντεια λύση του ΤΕΕ/ΤΚΜ για τα αρχαία της Βενιζέλου
Voria.gr, 03.04.2013
Της Κατερίνας Καρίκη
Ποια λύση προτείνει το ΤΕΕ/ΤΚΜ για το θέμα που έχει διχάσει την πόλη. Θετική η πρώτη αντίδραση Σιμόπουλου
Προσωρινή απόσπαση, επανατοποθέτηση αλλά και ανάδειξη του συνόλου των αρχαιοτήτων, σε ποσοστό τουλάχιστον 85% έως και 95%, στον φυσικό τους χώρο, αφότου ολοκληρωθεί η κατασκευή του σταθμού που έφεραν στο φως οι εργασίες του Μετρό στο σταθμό της Βενιζέλου προτείνει το Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας. Στην πρόταση που παρουσίασε σήμερα υποστηρίζει πως το κόστος των εργασιών θα είναι της τάξεως του 0,6-0,8% του συνολικού προϋπολογισμού του έργου και ο χρόνος καθυστέρησης των εργασιών θα είναι από μηδενικός έως λίγων μηνών.
Με βάση την πρόταση, οι αρχαιότητες διατηρούνται στην αρχική τους θέση σχεδόν στο σύνολό τους (με εξαίρεση μόνο τα 45 τμ. επί συνόλου 1600 τμ., όπου θα βρίσκονται οι διελεύσεις αγωγών εξαερισμού και παροχών και οι κυλιόμενες σκάλες).
Οι αρχαιότητες θα γίνονται αντιληπτές οπτικά από τους χρήστες του μετρό και θα αποτελούν επισκέψιμο κομμάτι του σταθμού, δημιουργώντας μάλιστα την αίσθηση ότι βρίσκονται σε ανοιχτό χώρο (χάρη στα αναρριχόμενα φυτά, τον φυσικό φωτισμό και τα χρώματα της οροφής που θα τις πλαισιώνουν).
Οι εκπρόσωποι του ΤΕΕ/ΤΚΜ ήταν κάθετα αρνητικοί αναφορικά με την κατάργηση του σταθμού της Βενιζέλου, υποστηρίζοντας πως το μετρό δεν γίνεται να λειτουργήσει εάν αυτός καταργηθεί. Ο πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής του ΤΕΕ/ΤΚΜ, Τάσος Κονακλίδης ξεκαθάρισε ότι «το ΤΕΕ/ΤΚΜ δεν θα καταστεί συμμέτοχο σε ενδεχόμενη καθυστέρηση κατασκευής του μετρό καθώς τάσσεται ανεπιφύλακτα υπέρ της υλοποίησής του». Για αυτό, θα καταθέσει άμεσα το πόρισμα της Ομάδας Εργασίας στους αρμόδιους φορείς.
Ακόμα, ο κ. Κονακλίδης επανέλαβε το αίτημα του Επιμελητηρίου για την ίδρυση στη Θεσσαλονίκη ανεξάρτητου φορέα που θα εποπτεύει την κατασκευή του μετρό.
Καταρχήν θετικός εμφανίζεται ο γενικός γραμματέας δημοσίων έργων Στράτος Σιμόπουλος. Όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή του τις επόμενες μέρες, θα εξεταστεί το επιπλέον κόστος και η επιβάρυνση στο χρόνο παράδοσης του έργου, από την υλοποίηση της συγκεκριμένης πρότασης. «Από την πρώτη στιγμή που το θέμα ετέθη, πιστεύαμε ότι μια λύση που θα είχε ως προϋπόθεση την ολική απόσπαση και μερική επανατοποθέτηση, θα μπορούσε να είναι τεχνικά βιώσιμη. Αναμένουμε, βέβαια και τη σχετική πρόταση της ομάδας εργασίας του Α.Π.Θ. για την οποία επίσης θα τοποθετηθούμε. Εν πάση, όμως, περιπτώσει είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθούμε πιστά τις αποφάσεις του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, του οποίου η προηγούμενη απόφαση, είχε επίσης ως προϋπόθεση την απόσπαση των ευρημάτων», επισημαίνει σε ανακοίνωσή του και προσθέτει: «Αναρωτιέμαι αν ο Δήμος Θεσσαλονίκης την αποδεχθεί και σταματήσει να στηρίζει την άποψη ότι τα ευρήματα δεν πρέπει να αποσπασθούν και πρέπει όλα να εκτεθούν ακριβώς στη θέση που αποκαλύφθηκαν».
Παράλληλα, η ομάδα προτείνει τον ενιαίο αστικό σχεδιασμό των συνδέσεων και του περιβάλλοντος χώρου του σταθμού Βενιζέλου, με στόχο τη συνολική ανάπλαση της ευρύτερης περιοχής, σε συνδυασμό με την αποκατάσταση και προβολή των αρχαιολογικών ευρημάτων. «Στόχος είναι όχι μόνο η αντιμετώπιση του προβλήματος συνύπαρξης σταθμού και αρχαιοτήτων και της ανάδειξης του παλίμψηστου της Εγνατίας, αλλά και η δημιουργία ενός κομβικού σημείου αναφοράς, που θα λειτουργήσει ως καταλύτης για την περιοχή των οδών Βενιζέλου, Ίωνος Δραγούμη και Εγνατίας», σημείωσε ο κ. Μπίλλιας.
Ουσιαστικά, η περιβαλλοντική ένταξη του αρχαίου δρόμου αποκτά νόημα σε μια ευρύτερη αστική σύνθεση, με τη μορφή υπόγειας πλατείας, που συνδέει τους παρακείμενους ανοιχτούς δρόμους και τα μνημεία. Το σύνολο αυτό μπορεί να αποτελέσει ένα ανοιχτό ζωντανό μουσείο και μοναδικό παράδειγμα ανάκτησης και αναγέννησης δημόσιου χώρου της κεντρικής Θεσσαλονίκης.
Η ανάπλαση ολοκληρώνεται με το συνολικό περιβαλλοντικό ανασχεδιασμό του άξονα των οδών Βενιζέλου και Δραγούμη. Περιλαμβάνονται: διευρύνσεις πεζοδρομίων με παράλληλο στένεμα του οδοστρώματος σε Εγνατία και Βενιζέλου, ήπια κυκλοφορία, φυτεύσεις, διαδρομές σύνδεσης με μνημεία και σύνολα της ευρύτερης περιοχής. τόνισε. Μάλιστα, ο κ. Καλογήρου υποστήριξε ότι η συγκεκριμένη λύση της Ομάδας Εργασίας θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στον σταθμό της Αγίας Σοφίας.
Στην τοποθέτησή της, η καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης και Μουσειολογίας του τμήματος Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ, Ματούλα Σκαλτσά, ανέφερε πως οι αρχαιότητες και ο σταθμός μπορούν να συνυπάρξουν. «Οι αρχαιότητες και τα μνημεία εντάσσονται στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Αναβαθμίζεται ο σταθμός, οι αρχαιότητες και η περιοχή».
Από την πλευρά του, ο γενικός διευθυντής του Μετρό Θεσσαλονίκης, Γιώργος Κωνσταντινίδης, χαρακτήρισε ως «καταρχήν εφικτή τεχνικά» τη λύση της προσωρινής απόσπασης και επανατοποθέτησης, διευκρινίζοντας πάντως ότι θα απαιτηθεί περαιτέρω αναλυτική μελέτη και επεξεργασία, προκειμένου να ληφθούν συγκεκριμένες αποφάσεις. Χαρακτήρισε την πρόταση του ΤΕΕ/ΤΚΜ πλήρη και ολοκληρωμένη και πρόσθεσε: «Η ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ δεσμεύεται να δει την πρόταση με σοβαρότητα και εφόσον προκριθεί και υπάρξουν αντίστοιχες αποφάσεις από τα όργανα της πολιτείας, πιθανώς να μπορεί να εφαρμοστεί αυτή η λύση. Άλλωστε, ο ίδιος ο πρόεδρος της ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ, ο κ. Τσίτουρας, έχει εκφράσει την πρόθεσή του για τη δημιουργία μικρών ανοιχτών μουσείων στους σταθμούς του μετρό».
Απευθύνοντας χαιρετισμό στη συνέντευξη Τύπου, ο πρόεδρος του τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του ΑΠΘ, Χρήστος Αναγνωστόπουλος, υπογράμμισε ότι και η αντίστοιχη έρευνα του πανεπιστημίου καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με εκείνο της Ομάδας Εργασίας του ΤΕΕ/ΤΚΜ, λέγοντας: «και εμείς καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει εφικτή λύση χωρίς τη διατάραξη των αρχαίων».
Αρντικά, πάντως, σχολιάστηκε από τη διοίκηση του ΤΕΕ/ΤΚΜ η απουσία εκπροσώπων της δημοτικής αρχής στην παρουσίαση της πρότασής του.
Αναλυτικά η παρουσίαση της πρότασης του ΤΕΕ/ΤΚΜ εδώ και για την ανάδειξη της περιοχής, εδώ.