«Ολα τα τεχνητά εμπόδια μπορούν να αντιμετωπιστούν»
Αγγελιοφόρος, 24.02.2013
Τη θέση ότι πρακτικώς δεν υπάρχουν τεχνητά εμπόδια, αλλά απλώς εμπόδια που πιθανώς προκαλούν μεγαλύτερο κόστος, είτε οικονομικό είτε κοινωνικό, κατά την εκτέλεση δημόσιων έργων, διατυπώνει ο πρύτανης του ΑΠΘ, Γιάννης Μυλόπουλος.
Επικαλούμενος την ιδιότητά του και ως καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών, ο κ. Μυλόπουλος τονίζει ότι «δεν υπάρχει κάτι που δε γίνεται, αλλά ενδεχομένως κάτι που θα κοστίσει περισσότερο» και σπεύδει να διευκρινίσει: «Με τις σύγχρονες τεχνολογίες και τις νέες επιστημονικές μεθόδους όλα μπορούν να αντιμετωπιστούν. Δυστυχώς, έως τώρα δεν έχουν αξιοποιηθεί όλες οι δυνατότητες, για να εντοπιστεί η πλέον πρόσφορη επιλογή».
Σύμφωνα με τον πρύτανη του ΑΠΘ, κατά τις τελευταίες ημέρες καταβάλλεται συστηματικά προσπάθεια να τεθεί με όρους ακραίου διλήμματος το ζήτημα της διαχείρισης των αρχαιοτήτων της Βενιζέλου, στη «λογική του άσπρου ή μαύρου», όπως λέει, δηλαδή ή να ολοκληρωθούν τα έργα του μετρό ή να αποκαλυφθούν οι αρχαιότητες.
«Τεχνητό δίλημμα»
«Αυτό το δίλημμα δεν είναι πραγματικό, αλλά τεχνητό», λέει ο κ. Μυλόπουλος. «Παρουσιάζεται με τέτοιο τρόπο έτσι, ώστε εκ των προτέρων να δοθεί η απάντηση που ορισμένοι επιδιώκουν να πετύχουν, δηλαδή οι περισσότεροι να υποστηρίξουν τελικώς το μετρό, σε σύγκριση με τις αρχαιότητες. Αυτό, όμως, είναι λάθος από επιστημονική και κοινωνική σκοπιά. Ο χειρότερος τρόπος να επιλύεις μεγάλα προβλήματα είναι να θέτεις διλήμματα και να εγκλωβίζεσαι σ' αυτά».
Πώς, λοιπόν, μπορεί να αρθεί το διαφαινόμενο αδιέξοδο; Ο πρύτανης του ΑΠΘ εισηγείται να καταστρωθεί οδικός χάρτης εναλλακτικών λύσεων με ποσοτικοποιημένες όλες τις παραμέτρους.
«Θα πρέπει να κοστολογήσουμε αφενός μεν τα πρόσθετα έργα που ενδεχομένως θα χρειαστούν, εάν αλλαχθούν τα σχέδια για το σταθμό της Βενιζέλου, αφετέρου δε το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό όφελος από την ανάδειξη των αρχαιοτήτων στο φυσικό χώρο τους. Με δύο λόγια, πρέπει να γίνει αξιολόγηση κόστους / οφέλους, η οποία θα δώσει ένα πειστικό αποτέλεσμα. Κάτι τέτοιο δεν έχει γίνει έως τώρα», αναφέρει.
Περί ιστορίας
Ο ίδιος δε διστάζει να εκφράσει την άποψή του, κάνοντας λόγο για τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα από την πιθανή παραμονή των ευρημάτων στην καρδιά της πόλης. «Ενα από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Θεσσαλονίκης είναι η ιστορία και ο πολιτισμός της. Εάν αυτά τα απεμπολήσουμε στο όνομα μιας φτηνότερης λύσης για το μετρό, ουσιαστικά απεμπολούμε την ταυτότητα της πόλης», λέει. «Στην Αθήνα έγινε ανάδειξη των αρχαιοτήτων εκεί όπου εντοπίστηκαν. Βρέθηκαν λύσεις και στον Κεραμεικό και στην Ομόνοια και στο Σύνταγμα. Γιατί όχι και εδώ;».
Αντιτείνω στον κ. Μυλόπουλο πως βρισκόμαστε στη δίνη μιας πρωτόγνωρης οικονομικής κρίσης. «Το αντιλαμβάνομαι», απαντά, «αλλά ας μη γίνουν τα οικονομικά προβλήματα αιτία να υπονομεύσουμε την ιστορία μας».
«Δεν υπάρχουν νούμερα!»
Υπενθυμίζω, επίσης, στον πρύτανη πως το ΚΑΣ έχει αποφανθεί πρόσφατα επί του θέματος με συντριπτική πλειοψηφία. «Η γνωμοδότηση του ΚΑΣ βασίστηκε σε ορισμένες εκτιμήσεις, αλλά και σε φωτογραφίες. Δε στηρίχθηκε σε επιστημονικά δεδομένα. Δεν υπάρχουν νούμερα», απαντά.
Επικαλούμενος, εκτός των άλλων, την ενημέρωσή του από πρόσφατη σύσκεψη στην Πρυτανεία του ΑΠΘ, παρουσία του Μ. Τιβέριου, καθηγητή Αρχαιολογίας του ΑΠΘ και συμβούλου της «Αττικό Μετρό ΑΕ», ο κ. Μυλόπουλος διευκρινίζει: «Ρώτησα επιμόνως εάν υπάρχουν νούμερα. Ποιο θα είναι το κόστος αν γίνει αυτό ή εκείνο; Μου έλεγαν πως δε γίνεται, είναι μεγάλο το κόστος, δυσβάσταχτο. Δεν έμαθα πόσο πιο ακριβά θα στοιχίσει η λύση της διατήρησης των αρχαιοτήτων. Πέντε ευρώ ή 500 φορές περισσότερο; Δε με έπεισαν ότι υπάρχει μελέτη. Διαπίστωσα πως έχουν μόνον εκτιμήσεις».
«Δεν έχω πειστεί…»
Στην επισήμανση πως οι υπέρμαχοι της μεταφοράς των αρχαιοτήτων κάνουν λόγο για «εύκολες διαμαρτυρίες» και για «εργολάβους που κατασκευάζουν επιπόλαια προσκόμματα», υποδεικνύοντας όσους διαμαρτύρονται, ο κ. Μυλόπουλος απαντά: «Εγώ μιλώ για επιστημονική προσέγγιση. Δεν ισχυρίζομαι πως πρέπει να διαμαρτυρόμαστε, απλώς για να κάνουμε θόρυβο. Δυστυχώς, δεν έχω πειστεί ότι στην όποια κοστολόγηση έχει συμπεριληφθεί το κοινωνικό όφελος».
Πώς θα μπορούσε το ΑΠΘ να συνεισφέρει στην υπέρβαση των διχαστικών προσεγγίσεων; «Εχω ζητήσει από τρία τμήματα, το Ιστορίας – Αρχαιολογίας, των Αρχιτεκτόνων και των Πολιτικών Μηχανικών, να αξιοποιήσουν το επιστημονικό δυναμικό τους και να γνωμοδοτήσουν, παίρνοντας υπόψη τους όλα τα διαθέσιμα στοιχεία. Ετσι, θα συμβάλουμε, ώστε να βρεθεί η καλύτερη δυνατή λύση. Χρειαζόμαστε όλα τα δεδομένα, για να πειστεί ο κόσμος, που σήμερα παραμένει δύσπιστος -και δικαίως», καταλήγει ο πρύτανης του ΑΠΘ.