Ενας θησαυρός στα έγκατα της Θεσσαλονίκης
Αγγελιοφόρος, 03.09.2012
Της Ντόνιας Κανιτσάκη
Μια ολόκληρη πόλη, η οποία βρίσκεται… θαμμένη κάτω από την πόλη, εξακολουθεί να αποκαλύπτεται από το μετρό της Θεσσαλονίκης. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που εκτελούνται στο πλαίσιο κατασκευής του μετρό δε σταματούν να φέρνουν στο φως σπουδαία ευρήματα.
Μέχρι σήμερα έχει πραγματοποιηθεί το 74% των ανασκαφών, οι οποίες προβλέπεται να καλύψουν συνολική έκταση 20.000 τ.μ., αποτελώντας τη μεγαλύτερη ανασκαφή που βρίσκεται σε εξέλιξη στην Ελλάδα, αλλά και τη μεγαλύτερη στην ιστορία της Θεσσαλονίκης. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα κινητά ευρήματα που έχουν έρθει μέχρι στιγμής στο φως, κυρίως κατά μήκος της οδού Εγνατία, είναι περισσότερα από 10.000, ανάμεσά τους κι οκτώ εντυπωσιακά χρυσά μακεδονικά στεφάνια!
Τις ανασκαφές εποπτεύουν η 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και η 16η Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, ενώ σύμφωνα με την 9η ΕΒΑ, «καθώς οι ανασκαφές πραγματοποιούνται σε περιοχές αδιατάρακτες από τη μεταγενέστερη οικοδομική δραστηριότητα, αφού κατά κανόνα τα κελύφη των σταθμών χωροθετούνται κάτω από το οδόστρωμα των σημερινών οδών Εγνατία και Μοναστηρίου, αποκαλύπτονται αρχαιολογικά κατάλοιπα σε συνεχή αλληλοδιαδοχή, που ανασυνθέτουν κομμάτια από εικόνες της πόλης μέσα από τη μακραίωνη ιστορία της».
Σταθμός Δημοκρατίας
Τα αρχαιολογικά στοιχεία στο σταθμό Δημοκρατίας αφορούν τη δυτική ύπαιθρο χώρα της Θεσσαλονίκης, που μέχρι και τα παλαιοχριστιανικά χρόνια διατηρεί εν μέρει τον ταφικό χαρακτήρα της. Σύμφωνα με την 9η ΕΒΑ, «κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο, στις παρυφές του αρχαίου νεκροταφείου, λίγο έξω από τη Χρυσή Πύλη και πάνω εν μέρει στα ερείπια μεγάλου αποθηκευτικού συγκροτήματος της ύστερης αρχαιότητας, ιδρύθηκε παλαιοχριστιανικός ναός με ταφικό πρόσκτισμα στα νότια. Το συγκρότημα φαίνεται ότι καταστρέφεται στις αρχές του 7ου αι., πιθανότατα κατά τις σλαβικές επιδρομές. Κατά την οθωμανική περίοδο την περιοχή χαρακτηρίζει η πλήρης εμπορευματοποίηση του άξονα της Μοναστηρίου με την ανέγερση χανιών και αποθηκών».
Σύμφωνα με τη 16η Εφορεία, «το νεκροταφείο αναπτύσσεται έξω από το δυτικό τείχος της αρχαίας πόλης και στα βόρεια της αρχαίας οδού, η οποία ξεκινούσε από την Πύλη του Βαρδαρίου με κατεύθυνση προς τα δυτικά, προς την ύπαιθρο χώρα και εξυπηρετούσε τις ανάγκες του νεκροταφείου, παράλληλα με αυτές παρακείμενου αποθηκευτικού χώρου πίθων που κατασκευάστηκε μεταγενέστερα στο χώρο. Το οδόστρωμα της αρχαίας οδού αποτελείται από πακτωμένα στο χώμα βότσαλα και μικρούς αργούς λίθους σε μεγάλη πυκνότητα, καθώς επίσης και από τμήματα κεράμων και θραύσματα πήλινων αγγείων κατά τόπους. Αποκαλύφθηκε ένας σημαντικός αριθμός τάφων ποικίλης τυπολογίας (λακκοειδείς με ή χωρίς κάλυψη, κτιστοί κιβωτιόσχημοι, κεραμοσκεπείς, εγχυτρισμοί), αρκετοί εκ των οποίων σηματοδοτούνταν με βωμοειδείς κατασκευές. Βασικές ταφικές πρακτικές αποτελούν ο ενταφιασμός και η καύση, ενώ τους νεκρούς συνόδευαν προσωπικά αντικείμενα και προσφορές των οικείων τους, όπως νομίσματα, αγγεία, λυχνάρια, κοσμήματα, ειδώλια, εργαλεία κ.ά. Κατάλοιπα νεκρικών τελετών αποτυπώνονται σε πλήθος ταφικών πυρών με προσφορές πήλινων αγγείων καθημερινής χρήσης, λυχναριών, καθώς και μεγάλου αριθμού μυροδοχείων».
Σταθμός Βενιζέλου
Εντός του σταθμού Βενιζέλου αποκαλύπτεται ο κεντρικός οδικός άξονας της βυζαντινής πόλης, στρωμένος με χωμάτινα και χαλικόστρωτα καταστρώματα. Ο άξονας εντοπίζεται σε ολόκληρο το πλάτος του (5,50 μ.) να διασταυρώνεται με δύο κάθετους δρόμους. Γύρω από τους δρόμους εκτείνονται πυκνοδομημένα οικοδομικά τετράγωνα, που συνιστούν γειτονιές της βυζαντινής αγοράς της πόλης. Καταστήματα και εργαστήρια προσανατολίζονται με ανοιχτούς προς το δρόμο χώρους για την έκθεση των προς πώληση προϊόντων. Πληθώρα μικροαντικειμένων και κοσμημάτων, όπως επιστήθιοι σταυροί, γυάλινα και χάλκινα βραχιόλια, χάλκινα κυρίως και σπανιότερα ασημένια δακτυλίδια, μαρτυρούν το διαχρονικά εμπορικό χαρακτήρα της περιοχής, με έμφαση κυρίως στον τομέα της αργυροχρυσοχοΐας.
Σταθμός Αγίας Σοφίας
Στο κέντρο της σύγχρονης πόλης και κάτω από τον άξονα της οδού Εγνατία εντοπίστηκε τμήμα του πολεοδομικού ιστού της αρχαίας πόλης, αφού και αυτός ο σταθμός χωροθετήθηκε στην καρδιά της βυζαντινής μητρόπολης.
Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελεί ο μαρμάρινος δρόμος ρωμαϊκών χρόνων που αποκαλύφθηκε σε πλάτος 4,00μ. και μήκος 82,50μ. Ο δρόμος είναι στρωμένος με μαρμάρινες πλάκες, οριοθετείται στα νότια από μαρμάρινο κράσπεδο και στυλοβάτη πάνω στον οποίο εδράζονται οι κίονες μίας στοάς που αναπτύσσεται προς τα νότια, παράλληλα προς το δρόμο. Η οδός, λίγο πριν από τη συμβολή της με την κάθετη οδό στο ύψος της σημερινής Αγίας Σοφίας διευρύνεται, διαμορφώνοντας πλακόστρωτη πλατεία με κρήνη για να ξεδιψούν περαστικοί και περίοικοι.
Από τα κτίρια της νότιας οικοδομικής γραμμής των παλαιοχριστιανικών χρόνων εντοπίστηκαν οι όψεις τους και κάποια θυραία ανοίγματα, συνθλιμμένα από την κεντρική πασσαλόπηξη, που πάντως μαρτυρούν την αδιάλειπτη χρήση του χώρου, από τους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους. Σύμπλεγμα κτιστών αποχετευτικών αγωγών κατέληγε σε μεγάλο κεντρικό καμαροσκεπή αγωγό, που διέρχεται κάθετα στο ύψος της σημερινής οδού Πλάτωνος, ενώ πήλινοι και μολύβδινοι αγωγοί εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του υδροδοτικού δικτύου της πόλης.
Σταθμός Φλέμινγκ
Στο σταθμό Φλέμινγκ ήρθε στο φως νεκροταφείο των ρωμαϊκών χρόνων (2ος – 4ος αιώνας μ.Χ.). Πρόκειται για απλές ταφικές κατασκευές (κεραμοσκεπείς, λακκοειδείς και κιβωτιόσχημοι τάφοι) που περιείχαν ενταφιασμούς, ενώ χαρακτηριστική είναι η απουσία κτερισμάτων στους περισσότερους από αυτούς. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί ένας κιβωτιόσχημος τάφος με τοιχώματα διακοσμημένα με γραπτά γραμμικά μοτίβα.
Από τα ανασκαφικά δεδομένα προκύπτει ότι πρόκειται για ένα μικρό νεκροταφείο, που θα πρέπει να συνδεθεί με κάποιο μικρό οικισμό, αγροτικού πιθανότατα χαρακτήρα, άγνωστο μέχρι στιγμής στη βιβλιογραφία, σε σχετικά κοντινή απόσταση από την αρχαία πόλη της Θεσσαλονίκης.
Αμαξοστάσιο Πυλαίας
Η ανασκαφή στον κεντρικό τομέα της περιοχής όπου πρόκειται να κατασκευαστεί το αμαξοστάσιο του μετρό στην Πυλαία έφερε στο φως τμήμα ενός οργανωμένου προκασσάνδρειου πολίσματος, που αναπτύχθηκε επάνω σε χαμηλό, φυσικό έξαρμα του εδάφους στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου και χρονολογείται από τις αρχές του 4ου έως τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.
Αποκαλύφθηκαν δύο μεγάλοι, κάθετοι μεταξύ τους δρόμοι, γύρω από τους οποίους αναπτύσσονται τέσσερα οικοδομικά τετράγωνα. Εντός των ορίων των οικοδομικών τετραγώνων ήρθαν στο φως ανοικτοί και στεγασμένοι, ορθογώνιοι χώροι οικιακής, αποθηκευτικής και εργαστηριακής λειτουργίας, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοτοιχίες και μικρότερους δρόμους. Δύο κεραμικοί κλίβανοι, πλήθος άλλων αρχιτεκτονικών καταλοίπων, όπως λιθόστρωτες επιφάνειες, κτιστές κατασκευές, απορριμματικοί λάκκοι, καθώς και σημαντικός αριθμός κινητών ευρημάτων, όπως αλιευτικά και υφαντικά βάρη και μεγάλες ποσότητες θρυμματισμένων οστρέων για την παραγωγή πορφύρας, υποδεικνύουν τις δραστηριότητες των κατοίκων του οικισμού.
Βόρεια του οικισμού και σε απόσταση περίπου 100 μέτρων αποκαλύφθηκε πώρινη σαρκοφάγος, η οποία προφανώς ανήκει στο νεκροταφείο του οικισμού, τμήμα του οποίου είχε ερευνηθεί κατά τη διάρκεια παλαιότερων ανασκαφών της 16ης Εφορείας στην ευρύτερη περιοχή.